- ἀμεταβλήτους
- ἀμετάβλητοςunchangeablemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμετρία — Έστω ένα επίπεδο Ε και ένα σημείο του Ο. Ορίζεται τότε μια απεικόνιση ένα με ένα του Ε πάνω στον εαυτό του (ένας «μετασχηματισμός» του Ε) ως εξής: σε κάθε σημείο Ρ του Ε παίρνουμε ως εικόνα του το (μοναδικό) σημείο P’ του Ε με την ιδιότητα: OP =… … Dictionary of Greek
Αγριάσπες — Λαός της αρχαίας Ινδικής, στα νότια του Ετζεστάν, κοντά στην Περσία.Λέγονται και ΑριάσπεςΑριμάσπες. Όταν ο Κύρος ο Μέγας μπήκε με τον στρατό του σε μια έρημο της χώρας των Α. και τον απειλούσε έλλειψη σίτου, οι Α. του προσέφεραν τις εκδουλεύσεις… … Dictionary of Greek
τελεσίγραφο — το 1. το τελικό, οριστικό έγγραφο που περιέχει αμετάβλητους όρους. 2. διπλωματικό έγγραφο με το οποίο ένα κράτος διαβιβάζει σε άλλο τις τελικές του αξιώσεις σε εκκρεμούσες διαφορές τους και βάζει χρονικό όριο για την αποδοχή τους, η οποία αν δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)